- ταντρικός
- -ή, -ό, Ν[ταντρισμός]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταντρισμό (α. «ταντρική διδασκαλία» β. «ταντρικές τελετουργίες»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Νεπάλ — Χώρα της νότιας Ασίας. Συνορεύει Β με την Κίνα και Α, Ν και Δ με την Ινδία.Tο Ν., που βρίσκεται ανάμεσα στα υψίπεδα του Θιβέτ και στην πεδιάδα του Γάγγη, εκτείνεται δίπλα στις μεσημβρινές πλαγιές των Iμαλαΐων, σε μια εδαφική έκταση σχεδόν… … Dictionary of Greek